τυρεύεται

τυρεύεται
τῡρεύεται , τυρεύω
make cheese
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυρεύω — ΜΑ [τυρός] μτφ. (με κακή σημ.) επινοώ τεχνάσματα, μηχανεύομαι (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ. β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», Λουκιαν.) μσν. (με απρμφ.) μτφ. ραδιουργώ αποσκοπώντας σε κάτι («εἰ ἄμυναν ἐκεῑνος μελετᾱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”